Επιστολή στον πρωθυπουργό, αλλά και στον αναπληρωτή υπουργό Οικονομικών, στην οποία διατυπώνει το αίτημά της για κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης για δικαστές, αλλά και για ολόκληρο το δημόσιο τομέα, απέστειλε την περασμένη Παρασκευή η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων.
«O περιορισμός της υποχρέωσης «εισφοράς αλληλεγγύης» μόνο στους εργαζόμενους στον δημόσιο τομέα και στους συνταξιούχους, πέρα από το γεγονός ότι επιβαρύνει τους φορολογικά συνεπέστερους πολίτες, δημιουργεί πρόβλημα ασυμβατότητας με το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος που ορίζει «οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη ανάλογα με τις δυνάμεις τους», αναφέρει η Ένωση.
Ειδικότερα, στην επιστολή της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων προς στον πρωθυπουργό και στον αναπληρωτή υπουργό Οικονομικών, σημειώνεται:
«Αξιότιμε κ. Πρωθυπουργέ,
Το ΔΣ της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων κατά τη συνεδρίαση του ΔΣ της 6ης Φεβρουαρίου 2021 αποφάσισε να θέσει δημόσια το ζήτημα της κατάργησης της εισφοράς αλληλεγγύης για τους δικαστικούς λειτουργούς καθώς και για όλους τους μισθωτούς στον δημόσιο τομέα. Η παρούσα χρονική συγκυρία, ενόψει του οικονομικού προγραμματισμού της νέας χρονιάς, μας επιτρέπει να υποβάλουμε αίτημα κατάργησης της εισφοράς αλληλεγγύης για τους παρακάτω λόγους:
Με το άρθρο 298 του ν. 4738/2020 απαλλάσσονται πλέον από την υποχρέωση καταβολής εισφοράς αλληλεγγύης οι μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα, οι ελεύθεροι επαγγελματίες, μέλη Δ.Σ, ενώ απαλλαγή προβλέπεται και για το φορολογικό έτος 2020 στα εισοδήματα από κεφάλαιο, από επιχειρηματική δραστηριότητα, από υπεραξία μεταβίβασης κεφαλαίου και από τόκους. Η μοναδική κατηγορία πολιτών που υπόκειται στο εξής σε εισφορά αλληλεγγύης είναι οι μισθωτοί του δημοσίου τομέα και οι συνταξιούχοι.
Ο περιορισμός της υποχρέωσης «εισφοράς αλληλεγγύης» μόνο στους εργαζόμενους στον δημόσιο τομέα και στους συνταξιούχους, πέρα από το γεγονός ότι επιβαρύνει τους φορολογικά συνεπέστερους πολίτες, δημιουργεί πρόβλημα ασυμβατότητας με το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος που ορίζει «οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη ανάλογα με τις δυνάμεις τους». Το νόημα της συνταγματικής διάταξης είναι ότι οι νόμοι που επιβάλουν φορολογικά βάρη δεν μπορούν να προβαίνουν σε αδικαιολόγητες διακρίσεις ή να επιβαρύνουν δυσανάλογα και υπέρμετρα ορισμένες κατηγορίες πολιτών, πόσο μάλλον μία μοναδική κατηγορία. Αλλά και με τα άρθρα 20 και 21 παρ. 1 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ που καθιερώνουν την αρχή της απαγόρευσης αθέμιτων διακρίσεων, η οποία, κατά πάγια νομολογία του ΔΕΚ/ΔΕΕ, επιβάλλει να μην αντιμετωπίζονται διαφορετικά παρόμοιες καταστάσεις, εκτός αν η διαφορετική αυτή μεταχείριση δικαιολογείται, ως ερειδόμενη σε αντικειμενικό και εύλογο κριτήριο. Τέτοιο κριτήριο δεν υφίσταται εν προκειμένω, αφού ως εκ της φύσης της επίμαχης φορολογικής υποχρέωσης κανένας αποχρών λόγος δεν δικαιολογεί τη διατήρησή της ειδικά και μόνο στους μισθωτούς του δημόσιου τομέα και τους συνταξιούχους. Η κατά τον ανωτέρω τρόπο δυσμενής φορολογική μεταχείριση μόνο των εν λόγω κατηγοριών φορολογούμενων καθίσταται σαφώς αυθαίρετη, αφού στον ν. 4738/2020 δεν γίνεται επίκληση κανενός γενικού και αντικειμενικού κριτηρίου που να ανταποκρίνεται στις ιδιαίτερες συνθήκες αυτών. Το τελευταίο τούτο επιβεβαιώνεται από την ίδια την αιτιολογική έκθεση του νόμου που επέβαλε την «εισφορά αλληλεγγύης», η οποία επικαλείται την ευθύνη «κάθε πολίτη».
Η συγκεκριμένη φορολογική επιβάρυνση μετά τον περιορισμό της σε μία μόνο κατηγορία πολιτών παύει να είναι σύμφωνη με τις απαιτήσεις της προβλεπόμενης στο άρθρο 25 παρ. 1 δ΄ του Συντάγματος αρχής της αναλογικότητας. Η έξοδος της Ελλάδας από τις δεσμεύσεις των μνημονίων αίρει τη δικαιολογητική βάση ενός ειδικού φόρου που είχε εξ αρχής στενό χρονικό ορίζοντα και επιβλήθηκε λόγω έκτακτων καταστάσεων. Η συνταγματική επιταγή για αναλογική και προοδευτική φορολογική επιβάρυνση των πολιτών ανάλογα με τα εισοδήματά τους να γίνει ο ανεξαίρετος κανόνας».