Την Παρασκευή 17 Ιουνίου, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, Αλέξης Τσίπρας, πήρε μέρος στην απονομή του πρώτου βραβείου για την καλύτερη διπλωματική εργασία, στο πλαίσιο του μεταπτυχιακού προγράμματος Ενέργεια του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιά. Ακολουθεί ο χαιρετισμός του κ. Τσίπρα από την απονομή των βραβείων, όπου αξίζει να σημειωθεί ότι το πρώτο από τα πέντε το κέρδισε η κ. Τσιτσιλάκου για την εργασία της σχετικά με το Τουρκολυβικό Μνημόνιο:
"Θέλω να σας ευχαριστήσω που μου δίνεται η δυνατότητα να παραβρεθώ στην απονομή του βραβείου της καλύτερης διπλωματικής εργασίας, ενός βραβείου ειρήνης και συνεργασίας των Βαλκανικών λαών που από φέτος ξεκινά και για τα επόμενα 6 χρόνια. Και θέλω να πω ότι είναι μεγάλη χαρά και τιμή για μένα να βρίσκομαι σήμερα εδώ. Να ευχαριστήσω το Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών, αλλά και το Πανεπιστήμιο Πειραιά και το Ίδρυμα Λασκαρίδη για τη φιλοξενία. Να πω ότι αισθάνομαι πολύ μεγάλη χαρά να απευθύνομαι όχι μόνο σε σημαντικούς ανθρώπους της γνώσης, αλλά και σε νέους ανθρώπους που σπουδάζουν τις διεθνείς σχέσεις, που εμβαθύνουν στα θέματα της διπλωματίας, που κατά την άποψή μου είναι μια πολύ μεγάλη περιουσία για τον τόπο. Και το λέω αυτό, ξεκινώντας από την άποψη ότι εάν θέλουμε να καταπολεμήσουμε το σαράκι του εθνικισμού, που τόσο πολύ έχει ταλαιπωρήσει τους λαούς στην περιοχή μας και ιδιαίτερα στη βαλκανική Χερσόνησο, θα πρέπει να επενδύσουμε στη γνώση, θα πρέπει να επενδύσουμε στην επιστήμη, ιδιαίτερα στους νέους ανθρώπους που πρέπει να δημιουργήσουν μια διαφορετική κουλτούρα βασισμένοι στη γνώση, να γνωρίζουν καλά τις διαφορές μας τις υπαρκτές και να καταπολεμούν τις ανύπαρκτες και να χτίζουν γέφυρες.
Θέλω να σας πω ότι πράγματι αισθάνομαι οικεία βλέποντας και ανθρώπους με τους οποίους συνεργαστήκαμε, όπως τον κ. Λιάκουρα, ο οποίος είναι και ο επιβλέπων καθηγητής της διπλωματικής εργασίας που σήμερα βραβεύεται, της κυρίας Τσιτιλάκου. Είχαμε μια εξαιρετική συνεργασία τα τεσσεράμισι χρόνια, όχι μόνο στα θέματα που αφορούν τη βαλκανική και την επίλυση ενός για χρόνια άλυτου ζητήματος με τη βόρεια γειτονική μας χώρα, της ονομασίας της, αλλά και σε ό,τι αφορά και το κρίσιμο μέτωπο των Ελληνοτουρκικών, που πάλι είναι δυστυχώς στην επικαιρότητα. Θέλω να σας πω επίσης ότι σήμερα για μένα είναι μια σημαδιακή μέρα. Το έφερε έτσι η μοίρα, η τύχη, η συγκυρία και ξεκινάει αυτός ο θεσμός και αυτό το βραβείο σήμερα δίνεται 17η Ιουνίου. 17 Ιουνίου του 2018 ήταν η μέρα που μαζί με τον δικό σας άνθρωπο, τον καθηγητή εδώ, Ομότιμο πλέον, τον Νίκο Κοτζιά, βρεθήκαμε στις Πρέσπες μαζί με το Ζάεφ, πρωθυπουργό τότε, σήμερα Βόρειας Μακεδονίας πλέον, και όχι Μακεδονίας όπως ήταν το συνταγματικό της όνομα τότε, και τον Νικολά Δημητρόφ, υπουργό Εξωτερικών, για να υπογράψουμε μια συμφωνία μετά από 30 χρόνια που, πιστέψτε με, σε όποιον αν το έλεγα λίγα χρόνια πριν, θα με θεωρούσε ανόητο και μόνο να το φανταστώ ότι θα μπορούσε να γίνει.
Το πετύχαμε όμως. Η αλήθεια είναι ότι δεν ολοκληρώσαμε τη 17η Ιουνίου, ακολούθησαν πολύ δύσκολοι μήνες μετά. Αλλά πρέπει να σας πω ότι αισθάνομαι μεγάλη περηφάνια γι’ αυτή την ημέρα. Και αισθάνομαι μεγάλη περηφάνια διότι, ξέρετε, μου λένε πολλοί αυτή η υπογραφή σου στοίχισε μια δεύτερη κυβερνητική θητεία. Μια επόμενη κυβερνητική θητεία. Και λέω ότι εάν είναι έτσι, τότε πράγματι άξιζε τον κόπο, διότι το κρίσιμο για κάθε άνθρωπο που αναλαμβάνει τις τύχες της χώρας του είναι όχι να επανεκλεγεί, αλλά να κάνει το σωστό για τον τόπο. Να υπηρετεί αυτό που ο ίδιος θεωρεί το πατριωτικό καθήκον. Θέλω σήμερα να αναρωτηθούμε όλοι μαζί τι θα γινόταν αν δεν είχαμε λάβει αυτή την πρωτοβουλία με έντονο πολιτικό κόστος και με πολύ μεγάλες αντιδράσεις και στις δυο χώρες; Τι θα γινόταν όλα αυτά τα τέσσερα χρόνια αν στα βόρεια σύνορά μας, με δεδομένο ότι ακολούθησαν χρόνια γενικευμένης αστάθειας πολιτικής και γεωπολιτικής, τα χρόνια της πανδημίας, τώρα της ενεργειακής και οικονομικής κρίσης, της κρίσης στην Ουκρανία, ο πόλεμος στην ευρύτερη περιοχή. Τι θα γινόταν; Θα είχαμε καλή ώρα, μιας και το αντικείμενο της διπλωματικής εργασίας είναι το παράνομο τουρκολιβυκό σύμφωνο, μια Λιβύη στα βόρεια σύνορά μας με την επίδραση τρίτων δυνάμεων και της Ρωσίας και της Τουρκίας ιδιαίτερα έντονη σε αυτή την περιοχή.
Σκεφτείτε τι θα γινόταν αν σήμερα στις συνθήκες της γεωπολιτικής έντασης, με τον ρόλο της Τουρκίας στην περιοχή να αναβαθμίζεται δραματικά, με τη Ρωσία να εισβάλει στην Ουκρανία και τον δυτικό κόσμο να μπαίνει σε ένα νέο, δυστυχώς, πλαίσιο ψυχρού πολέμου και ίσως σκληρότερου, πέραν του θερμού πολέμου που διεξάγεται εκεί. Τι θα γινόταν αν, που σίγουρα θα υπήρχαν, τεράστιες πιέσεις για τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ, fast track και όχι μόνο με τις χώρες προφανώς τις σκανδιναβικές, τη Φιλανδία και τη Σουηδία, αλλά προφανώς και με την εκκρεμότητα αρκετών χρόνων που θα αφορούσε τη σημερινή Βόρεια Μακεδονία. Αλλά χωρίς την επίλυση του προβλήματος, η συνταγματική της ονομασία θα ήταν Μακεδονία, μην το ξεχνάμε, και οι πιέσεις που θα είχε, όποια και αν ήταν η σημερινή κυβέρνηση, θα ήταν να αποδεχτεί fast track την ένταξη και της Φιλανδίας και της Σουηδίας και της χώρας της γειτονικής μας με τη συνταγματική της ονομασία. Και σκεφτείτε επίσης πόσο αυτή η διαδικασία της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ με τη Βόρειο Μακεδονία τέσσερα χρόνια πριν, ήταν μια διαδικασία η οποία κατοχύρωνε τα συμφέροντα της Ελλάδας, και το εάν τελικά η νέα διαδικασία διεύρυνσης τα κατοχυρώνει τα συμφέροντα της χώρας ή όχι με τη Φιλανδία και τη Σουηδία. Είναι κρίσιμο ζήτημα.
Άρα λοιπόν πιστεύω ότι αυτή ήταν μια συμφωνία πολύ δύσκολο στο να επιτευχθεί, ίσως δυσκολότερο για τους γείτονές μας διότι όφειλαν να αλλάξουν τη συνταγματική τους ονομασία και να προβούν σε αποφάσεις που υπερέβαιναν τους συσχετισμούς δύναμης εκείνη την εποχή, αλλά και για μας πάρα πολύ δύσκολο για το πολιτικό μας σύστημα, ένα πολιτικό σύστημα που κάποια στιγμή θα πρέπει τα αυτονόητα να αρχίσει να ομονοεί. Και αυτή η υποκρισία που βασικό της στόχο έχει την ψηφοθηρία, ταλανίζει τη χώρα και το πολιτικό σύστημα. Αυτή η υποκρισία όμως δυστυχώς τα τελευταία τριάντα χρόνια είναι κανόνας στην πολιτική ζωή του τόπου. Και αυτή την υποκρισία τη βλέπουμε και σήμερα. Δυστυχώς, τη βλέπουμε και σήμερα που έχει ανοίξει μια νέα προοπτική με τη γειτονική μας χώρα, τη Βόρεια Μακεδονία, σε όλα τα επίπεδα: από την άμυνα όπου ελληνικά αεροσκάφη είναι αυτά τα οποία επιτηρούν τον εναέριο χώρο της γείτονος, Έλληνες αξιωματικοί είναι αυτοί οι οποίοι εκπαιδεύουν τους αξιωματικούς τους, μέχρι την οικονομία και την ενέργεια, αλλά και τα εκκλησιαστικά ζητήματα. Σας παραπέμπω στην πρόσφατη απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου για την αναγνώριση της αρχιεπισκοπής Αχρίδας. Δεν υπάρχει πια Μακεδονική Ορθόδοξη Εκκλησία. Και αυτό ήταν μια συμβολή της συμφωνίας μας εκείνης τότε με τον Ζάεφ, μετά την υπογραφή της συμφωνίας των Πρεσπών, είχαμε συμφωνήσει και είχαμε πιέσει να λυθεί αυτό το εκκλησιαστικό ζήτημα. Βέβαια, ο εκκλησιαστικός χρόνος, όπως καλά γνωρίζετε εσείς που μελετάτε την ιστορία, είναι λίγο πιο πλαδαρός από τον πολιτικό χρόνο. Έπρεπε να περάσουν τέσσερα χρόνια, αλλά είναι και αυτό ένα σημαντικό κατόρθωμα.
Λέω όμως ότι παρ’ όλα αυτά τα πολύ σημαντικά βήματα, η υποκρισία παραμένει. Παρ’ όλα αυτά τα σημαντικά βήματα και παρά το γεγονός ότι η σημερινή κυβέρνηση ομονοεί πλέον στην αναγκαιότητα να προχωρήσει η εμβάθυνση των σχέσεών μας με τη Βόρεια Μακεδονία, αλλά και η ενταξιακή προοπτική των Δυτικών Βαλκανίων, απλά μνημόνια τα οποία θα έπρεπε να είχαν υπογραφεί εδώ και τρία χρόνια. Μνημόνια συνεργασίας, που κατοχυρώνουν θετικά δικαιώματα και για τη χώρα αλλά και για την περιοχή, δεν προχωράνε, για τον πολύ απλό τρόπο ότι είναι πολύ δύσκολο στην πολιτική δυστυχώς να παραδεχτείς το αυτονόητο. Και βεβαίως, για να μην τα βάζω μόνο με την υποκρισία στο ελληνικό πολιτικό σύστημα, να μιλήσω και για την υποκρισία στο ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα, όπου παρά τις υποσχέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την έναρξη της ενταξιακής διαδικασίας των Δυτικών Βαλκανίων αυτό δεν επετεύχθη, δεν έγινε δυνατό. Και νομίζω ότι αυτό πλήττει βάναυσα την αξιοπιστία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της εξωτερικής της πολιτικής.
Μια εξωτερική πολιτική η οποία ακριβώς γι’ αυτό το λόγο δεν είναι ικανή σήμερα να διαδραματίσει ένα ισχυρό ρόλο στις διεθνείς εξελίξεις. Και βλέπουμε δυστυχώς ότι αν κάποιος είναι ο σίγουρα ηττημένος από τις διεθνείς εξελίξεις, τον πόλεμο στην Ουκρανία, την εισβολή της Ρωσίας, πέραν της Ουκρανίας, φυσικά, είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση. Διότι επιμένει σε μια ανέξοδη τακτική κυρώσεων που πλήττουν περισσότερο την ευρωπαϊκή οικονομία από ό,τι την οικονομία του Πούτιν χωρίς να αναδεικνύει μια στρατηγική διπλωματικής λύσης που θα μπορούσε να βγάλει τα πράγματα έστω και μεσοπρόθεσμα από το αδιέξοδο. Να κλείσω όμως εδώ την παρένθεση αυτή, όχι την παρένθεση, την παράγραφο αυτή που αφορά την τοποθέτησή μου στα κρίσιμα θέματα τα γεωπολιτικά και τις πολιτικές εξελίξεις και να πω δυο λόγια για την απόφαση αυτή καθ’ εαυτή, για το βραβείο αυτό και δυο λόγια για τη διπλωματική εργασία που υπόσχομαι να τη διαβάσω προσεκτικά.
Ξέρετε ότι μετά τη συμφωνία αυτή, την επίτευξη αυτής της συμφωνίας και την κύρωσή της στο ελληνικό Κοινοβούλιο, αλλά και στο Κοινοβούλιο της Βόρειας Μακεδονίας, υπήρξε πραγματικά σε όλο το ευρωπαϊκό και το διεθνές πλαίσιο ένας θετικός αιφνιδιασμός. Θέλω να σας θυμίσω ότι όταν παίρναμε αυτή την πρωτοβουλία, να ξεκινήσουμε τη διαδικασία της διαπραγμάτευσης για την επίλυση του ονοματολογικού, το πλαίσιο στην Ευρώπη για τα Δυτικά Βαλκάνια ήταν ένα πλαίσιο ακινησίας για πάρα πολλά χρόνια. Ακινησίας. Άρα, όχι μόνο κανείς δεν πίστευε ότι θα λύναμε το πρόβλημα, αλλά και κανείς δεν έβλεπε το ενδιαφέρον να δώσει μια προοπτική σε αυτή την περιοχή. Αμέσως μετά, υπήρξε μια πολύ ευχάριστη έκπληξη, ας το πω έτσι, και θετική ανταπόκριση. Δεν είναι κομπορρημοσύνη, αλλά νομίζω ότι αναβαθμίστηκε ο ρόλος της χώρας στο διεθνές πλαίσιο, ως μια χώρα η οποία μπορεί να λύνει προβλήματα, μπορεί να αποτελεί λόγο και πράξη πυλώνα σταθερότητας και ασφάλειας στην περιοχή και γέφυρα. Και υπήρξε μια πολύ θετική ανταπόκριση, υπήρξαν πολλοί που έσπευσαν να μας συγχαρούν και να μας βραβεύσουν τότε και εμένα και τον πρωθυπουργό τότε της Βόρειας Μακεδονίας τον Ζάεφ και είχαμε την τιμή να μας ανακοινωθεί ότι θα μας απονεμηθεί, όπως και μας απονεμήθηκε πέρσι, το βραβείο Ειρήνης της Βεστφαλίας.
Ένας θεσμός που θεσπίστηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο με στόχο να στηρίζεται και να επιβραβεύεται και να ενθαρρύνεται και να επικροτείται κάθε πρωτοβουλία για την ειρήνη σε διεθνές επίπεδο. Το βραβείο αυτό, το έπαθλο αυτό, το βραβείο αυτό πέρα από την τιμή και τη βράβευση που έγινε πέρσι, είχε και ένα χρηματικό έπαθλο 70,000 € που το μοιραστήκαμε μαζί με τον Ζάεφ και το οποίο, επιτρέψτε μου κ. Πρόεδρε, δεν είναι ιδιωτικό χρήμα, δεν το αισθάνομαι ως ιδιωτικό έπαθλο. Σωστό αυτό που λέτε ότι συνήθως οι πολιτικοί μοιράζουν κρατικό χρήμα και όχι ιδιωτικό χρήμα, αλλά εγώ αισθάνομαι ότι είναι εθνικό αυτό το βραβείο. Και αισθάνομαι ότι αυτό το έπαθλο δεν είναι δα και κανένα τόσο σημαντικό χρηματικό ποσό, δεν είναι δα και αγροτική αποζημίωση για να την έχω τόσο ανάγκη, αλλά εν τοιαύτη περιπτώσει είναι ένα ποσό χρηματικό το οποίο θεωρώ ότι δε μου ανήκει. Διότι εγώ έκανα απλά το καθήκον μου. Και θεωρώ, όπως και έτσι έπραξα, ότι θα έπρεπε να αποδοθεί και να πιάσει τόπο. Δεν είναι ένα τόσο μεγάλο ποσό για να αποδοθεί σε μια μεγάλη επένδυση, αλλά πού μπορεί να πιάσει τόπο; Μπορεί να πιάσει τόπο στην επένδυση στη γνώση. Γι’ αυτό και σκεφτήκαμε να δημιουργηθεί αυτό το βραβείο για τη συνεργασία των λαών της Βαλκανικής σε πέντε πανεπιστημιακά τμήματα σε όλη τη χώρα για τα έξι επόμενα χρόνια, ώστε να βραβεύεται η καλύτερη διπλωματική εργασία προπτυχιακών, ή μεταπτυχιακών φοιτητών.
Και βεβαίως τα πανεπιστήμια είναι αυτά, όπως και εδώ στο τμήμα σας, που έχει την πλήρη ευθύνη και την ανεξαρτησία ως προς τις διαδικασίες που θα διαδραματίζονται για να επιλέγεται η καλύτερη διπλωματική εργασία. Η διπλωματική εργασία εδώ έχει μια ιδιαίτερη επικαιρότητα. Αφορά το Τουρκολιβυκό, το παράνομο τουρκολιβυκό σύμφωνο. Όπως είπα πριν, έχει επιβλέποντα ένα άνθρωπο που συνέβαλε τα μάλα στη διαμόρφωση της επιχειρηματολογίας της εξωτερικής μας πολιτικής. Και βεβαίως έχει επικαιρότητα με την έννοια ότι βρισκόμαστε σε μια διαρκή ένταση με τους γείτονές μας, έχει επικαιρότητα γιατί το μήνυμα του βραβείου Συνεργασίας είναι ποιο; Ότι βασικό αγκωνάρι για την ειρηνική συμβίωση των λαών στην περιοχή είναι ο σεβασμός στο διεθνές δίκαιο.
Βεβαίως και όταν έχουμε να επιλύσουμε διαφορές, δεν μπορεί να πηγαίνουμε σε αυτή τη διαδικασία επίλυσης έχοντας στο μυαλό μας ότι όλα θα τα κερδίσουμε, θα βάλουμε τα επιχειρήματά μας και θα κάνουμε διαπραγμάτευση. Θα έχουμε τις κόκκινες γραμμές μας, αλλά θα πάμε σε μια λύση κοινά αποδεκτή και από τις δυο πλευρές, που σημαίνει ότι, ενδεχομένως σε κάποια ζητήματα, κάποια βήματα πίσω θα γίνουν αμοιβαία από τις αρχικές θέσεις, αλλά δεν μπορεί η όποια διαπραγμάτευση να μην έχει ένα πλαίσιο. Και αυτό το πλαίσιο είναι το διεθνές δίκαιο. Εδώ έχουμε ένα σύμφωνο το οποίο αποτελεί μονομερή ενέργεια, το οποίο παραβιάζει κατάφωρα το διεθνές δίκαιο. Και έχουμε και μια ρητορική από την πλευρά της γείτονος, η οποία είναι μια διαρκής ρητορική παραβίασης του διεθνούς δικαίου και των διεθνών συνθηκών.
Το μήνυμα που πρέπει να στέλνουμε και το στέλνουμε και σήμερα εδώ από την κοιτίδα της γνώσης, το Πανεπιστήμιο Πειραιά στα ζητήματα των διεθνών σπουδών, είναι ότι δεν μπορεί να υπάρξει καμία προοπτική στην περιοχή μας, αν δε σεβαστούμε το διεθνές δίκαιο και τις διεθνείς συνθήκες. Το μήνυμα είναι ταυτόχρονα και πρέπει να είναι ταυτόχρονα μήνυμα για διάλογο και συνεργασία, αλλά ταυτόχρονα και μήνυμα αποφασιστικότητας, υπό την έννοια ότι δεν πρέπει να έχει κανείς αμφιβολία πως όλες οι πολιτικές δυνάμεις με όσες διαφορές έχουμε, στο ζήτημα αυτό έχουμε απόλυτη ταύτιση. Στο ζήτημα δηλαδή ότι η Ελλάδα και ο ελληνικός λαός θα υπερασπιστεί την κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας, όπως αυτά απορρέουν από το διεθνές δίκαιο.
Ταυτόχρονα όμως και παρά τη ρητορική της έντασης, που μπορεί να έχει και στοιχεία πολιτικού καιροσκοπισμού ή προεκλογικής λογικής και υποκρισίας, όπως είπα πριν, οφείλουμε ως χώρα που βάσισε για πάρα πολλά χρόνια την εξωτερική της πολιτική στο δόγμα του πυλώνα σταθερότητας και ασφάλειας, της γέφυρας διαλόγου και συνεργασίας και όχι στη λογική του προκεχωρημένου φυλακίου της Δύσης. Εν πολλοίς και αφύλακτου, θα πω εγώ, διότι ο μη γένοιτο αν κάτι γίνει, μόνοι μας θα είμαστε. Οφείλουμε να εκπέμπουμε και αυτό το δυνατό σήμα των διαύλων επικοινωνίας, της ανάγκης για διαρκή διάλογο και συνεργασία και το μήνυμα ότι για μας παραμένει πάντοτε ανοιχτή η προοπτική της επίλυσης των διαφορών μας και ιδιαίτερα της βασικής μας διαφοράς που αφορά την οριοθέτηση της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης και της υφαλοκρηπίδας, στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Με αυτές τις σκέψεις, δε θέλω να σας κουράσω άλλο. Να σας ευχαριστήσω θερμά που μου δώσατε σήμερα την ευκαιρία να παρευρεθώ στην πρώτη βράβευση του Βραβείου Ειρήνης Συνεργασίας των Βαλκανικών Λαών. Να πω ότι για μένα έχει μια ιδιαίτερη σημασία η σημερινή ημερομηνία, αλλά έχει και μια ιδιαίτερη συμβολική και ηθική αξία η δημιουργία αυτού του θεσμού σε πέντε πανεπιστημιακά τμήματα σε όλη τη χώρα. Να σας ευχαριστήσω και πάλι για την πρόσκληση και να τονίσω πως, παρά τις δύσκολες μέρες που περνάνε τα δημόσια πανεπιστήμιά μας, παραμένουν εστίες αριστείας, όπως αποδεικνύει η σημερινή βράβευση της κυρίας Τσιτιλάκου. Σας ευχαριστώ θερμά."