Ακολουθεί η ομιλία του Πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, στη Βουλή σχετικά με την ενημέρωση για την κρίση στην Ουκρανία και τις επιπτώσεις στην Ελλάδα:
"Κυρίες και κύριοι βουλευτές, θέλω να ξεκινήσω τιμώντας τη μνήμη της Μαριέττας Γιαννάκου, που θα μας συνοδεύει όλους. Είναι η πρώτη μας συνεδρίαση μετά την απώλεια μιας μεγάλης Ελληνίδας, μιας σπουδαίας γυναίκας, μιας μαχήτριας της παράταξης, μιας καλής φίλης, μιας πραγματικής αγωνίστριας της ζωής. Και κανείς δεν θα λησμονήσει τις κοινοβουλευτικές της πρωτοβουλίες, και στην Αθήνα και στις Βρυξέλλες, τους αγώνες της για την παιδεία, κατά των ναρκωτικών, για τα δικαιώματα των γυναικών. Την αποχαιρετούμε σήμερα με συγκίνηση και με ευγνωμοσύνη.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, από την περασμένη Τετάρτη στην Ουκρανία συντελείται μία τομή στον χρόνο και στη μακρά Ιστορία της Ευρώπης, γιατί η ανοιχτή εισβολή της Ρωσίας στο ανεξάρτητο γειτονικό της κράτος ξυπνάει και πάλι στην ήπειρο τους παλιούς εφιάλτες των πολέμων και των σφαιρών επιρροής. Με το θράσος της βίας επιχειρείται να ακρωτηριαστεί μία χώρα και μαζί της το Διεθνές Δίκαιο, ενώ καταπατώντας τα σύνορα η Ρωσία αναθεωρεί και ανοικοδομεί εκ των υστέρων και κατά το δοκούν παγιωμένες ιστορικές και γεωγραφικές πραγματικότητες. Η απόφαση του Προέδρου Πούτιν αποτελεί ξεκάθαρη παραβίαση του Καταστατικού Χάρτη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και των οικουμενικά αποδεκτών κανόνων περί επίλυσης διακρατικών διαφορών με ειρηνικές μεθόδους. Αμφισβητεί, με τη χρήση βίας, την εδαφική ακεραιότητα μιας γειτονικής χώρας, με την οποία μάλιστα η Ρωσία έχει στενότατους ιστορικούς, κοινωνικούς, πολιτιστικούς, θρησκευτικούς δεσμούς. Προκαλεί εκατοντάδες, ενδεχομένως ήδη χιλιάδες, αθώα θύματα, ανάμεσά τους και Έλληνες στη Μαριούπολη. Οδηγεί εκατοντάδες χιλιάδες στον δρόμο της προσφυγιάς. Και το πιο ανατριχιαστικό, με πρόσχημα μία ανύπαρκτη απειλή κατά της χώρας του ο Vladimir Putin επιχειρεί να καταργήσει την ελευθερία μιας άλλης χώρας. Γιατί η αλήθεια είναι ότι η Ρωσία δεν κινδυνεύει από κανέναν γείτονά της.
Με άλλα λόγια, πρόκειται για μία βίαιη επιστροφή στην εποχή των ηγεμονιών, όταν όμως όλοι γνωρίζουμε πως η πρόοδος του κόσμου, η σταθερότητα της ηπείρου μας, προέκυψε από το εντελώς αντίθετο: τη συνεργασία δηλαδή μεταξύ ελεύθερων και ανεξάρτητων κρατών, με βάση κοινούς κανόνες και διεθνώς αναγνωρισμένες Συνθήκες. Καθώς μάλιστα η συγκεκριμένη απόπειρα επιβολής του παρελθόντος στο παρόν υλοποιείται με μία ωμή και βίαιη προβολή ισχύος, ο αγώνας για την αποτροπή της γίνεται μία παγκόσμια υπόθεση προάσπισης της ελευθερίας. Και ίσως δεν είναι τυχαίο ότι οι μάχες αυτές μαίνονται και πάλι στις αιματοβαμμένες χώρες όπως τις ονόμασε ο ιστορικός Τίμοθι Σνάιντερ. Σε μία περιοχή που γνώρισε τον πιο φονικό λοιμό του 20ου αιώνα με τη βίαια κολεκτιβοποίηση της γης από τα Σοβιέτ. Σε έναν τόπο στον οποίο ζούσαν εκατομμύρια Εβραίοι, όπου το Ολοκαύτωμα πήρε τις πιο εφιαλτικές του διαστάσεις. Και στα ίδια χώματα που ενωμένοι Ρώσοι και Ουκρανοί πολέμησαν σκληρά τους Ναζί, ανοίγοντας τελικά το δρόμο για τη συντριβή τους. Είναι όμως σίγουρα τραγικό ότι αυτή η βάναυση εισβολή εκτελείται στο όνομα του Ρωσικού λαού και υπό το σαθρό πρόσχημα της δήθεν ετεροχρονισμένης αποναζιστοποίησης της Ουκρανίας. Και αυτό όταν στη Μόσχα έχουμε ήδη διαδηλώσεις υπέρ της ειρήνης, στη δε Ουκρανία τα ακροδεξιά κόμματα δεν συγκεντρώνουν παραπάνω από το 2%. Πρόκειται συνεπώς για μια εισβολή παράλογη αλλά και ανιστόρητη. Είναι μια ρήξη που επιδιώκει μια λήξη: τη λήξη της περιόδου με τις περισσότερες δεκαετίες ειρήνης και ευημερίας στην Ευρώπη. Θέλω να είμαι σαφής, η ρωσική εισβολή έχει ως στόχο να αλλάξει με τη βία την αρχιτεκτονική ασφάλεια στην Ευρώπη. Οι απειλές του Ρώσου Προέδρου προς τη Σουηδία, προς τη Φινλανδία, μιλούν μόνες τους. Είναι φανερό ότι εισερχόμαστε πια σε μια άλλη ιστορική εποχή, αντιμέτωποι με κινδύνους που πιστεύαμε πια ότι τους έχουμε ξορκίσει. Η Δύση, λοιπόν, η Ευρωπαϊκή μας οικογένεια, καλείται να αναβαπτιστεί στις αξίες της, καθώς και θα τις υπερασπίζεται και θα τις ενδυναμώνει. Γιατί, πράγματι, και από την ατλαντική αλλά και από την ευρωπαϊκή συμμαχία δεν έχουν λείψει μέχρι σήμερα ούτε οι καθυστερήσεις ούτε οι δισταγμοί. Όταν όμως αυτή η τελευταία πρόκληση χτύπησε τον πυρήνα της παγκόσμιας γεωπολιτικής ισορροπίας, αυτά τα εμπόδια ξεπεράστηκαν μέσα σε ημέρες. Σαν να προβαλλόταν μέσα στο ίδιο το σπίτι μας αυτά που συμβαίνουν στο Κίεβο, στο Χάρκοβο, στη Μαριούπολη, στην Οδησσό. Αλλά και μεταξύ μας, στις συσκέψεις των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων στην τελευταία σύνοδο κορυφής είναι σίγουρο ότι κάτι άλλαξε όταν ακούσαμε τον εκλεγμένο ηγέτη μίας δημοκρατικής χώρας, τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι, να μας λέει ότι ίσως είναι η τελευταία φορά που μας μιλάει. Από εκείνη τη στιγμή η Δύση προχωρεί σε πρωτοφανείς οικονομικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας. Τα αποτελέσματα είναι ήδη ορατά, καθώς η Ρωσική οικονομία συνθλίβεται από τις συνέπειες των επιλογών της ηγεσίας της. Και το καθεστώς της Μόσχας, απομονωμένο από την παγκόσμια κοινή γνώμη, δέχεται ήδη την πρώτη εσωτερική κριτική, με τη Ρωσική νεολαία να αντιδρά πρώτη στην εισβολή.
Η στάση της πατρίδας μας σε αυτή την κρίση είναι προϊόν των δικών μας ιστορικών βιωμάτων, αλλά είναι προϊόν και των μεγάλων γεωπολιτικών μας επιλογών. Γιατί ήμασταν πάντα στην σωστή πλευρά της Ιστορίας και το ίδιο κάνουμε και τώρα. Θα το ξαναπώ, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε πει από αυτό το βήμα ότι Ανήκομεν εις την Δύσιν. Εγώ θα προσέθετα, είμαστε και εμείς Δύση και ανήκουμε στην ελευθερία, στη δημοκρατία, στη διεθνή νομιμότητα. Είμαστε ένας λαός που 48 χρόνια μετά ζει ακόμα με την ανοιχτή πληγή της Κύπρου. Και που καλείται να απαντά σε συνεχείς αναφορές για υποτιθέμενες αδικίες των Διεθνών Συνθηκών σχετικά με τα νησιά του Αιγαίου. Άρα δεν μπορούμε να στεκόμαστε αδιάφορα απέναντι σε κάθε αυταρχικό ηγέτη που θέλει να ζωγραφίσει μόνος του τα σύνορα. Εδώ, συνεπώς, δεν χωρούν ίσες αποστάσεις. Ή είσαι με την ειρήνη και το Διεθνές Δίκαιο ή είσαι απέναντι τους. Για να το πω διαφορετικά, στο έδαφος της Ουκρανίας και ανεξάρτητα από οτιδήποτε έχει προηγηθεί, μια είναι η κυρίαρχη αναμέτρηση: μεταξύ ενός λαού που θέλει να επιλέγει πώς θα ζήσει και με ποιους θα συμμαχήσει και μιας ξένης χώρας η οποία έχει αποφασίσει να επιβάλει το δικό της τρόπο ζωής. Είναι, συνεπώς, μια σύγκρουση η οποία ξεφεύγει από τα τοπικά σύνορα και γίνεται -θα έλεγα- στοίχημα υπαρξιακό για την επόμενη μέρα κάθε κοινωνίας. Αν, δηλαδή, στο εξής θα ζούμε σε συνθήκες ελευθερίας ή θα είμαστε όμηροι του κάθε αυτόκλητου αυταρχικού ηγέτη. Άλλωστε και η δική μας πατρίδα θρηνεί ήδη θύματα, ομογενείς μας, για να αρκείται σε λίγα απλοϊκά ειρηνιστικά συνθήματα που ταυτίζουν θύτες με θύματα. Ούτε μπορώ να ακούω αφελή ερωτήματα για το πώς χάθηκαν οι άνθρωποι μας στην Μαριούπολη. Εγώ ένα ξέρω: ότι ζούσαν πριν την εισβολή και δεν ζουν μετά από αυτήν. Και αν αυτό το αναγνωρίζει ο Πρόεδρος Μακρόν από την Γαλλία, δεν μπορεί να μην το αντιλαμβάνονται κάποιοι Έλληνες μέσα στην Ελλάδα. Στο κάτω-κάτω στα Ελληνικά έγραψε τη συμπαράσταση του. Ο πόλεμος λοιπόν αυτός είναι μια τομή στον χρόνο, είναι μια τομή στην Ιστορία, είναι μία τομή στην ηθική, όμως είναι και μία τομή στην ιδεολογία. Γιατί ο κάθε προοδευτικός άνθρωπος οφείλει να αντισταθεί σήμερα στη ρεβάνς που διεκδικεί το δίκαιο του πιο ισχυρού. Αυτό είναι τελικά το οποίο παράγει πάτρωνες των λαών, αλλά και διαμορφώνει δυστυχώς λαούς που συχνά αναζητούν προστάτες. Με άλλα λόγια, στο δράμα της Ουκρανίας δοκιμάζονται σήμερα δυνάμεις του αυταρχισμού, της βίας, της ηγεμονίας, με αυτές της ελευθερίας, της ανεξαρτησίας και της δημοκρατίας. Ίσως και για αυτό οι επιλογές Putin να γίνονται σε όλο τον κόσμο πεδίο που αναμετρώνται η προοδευτική αντίληψη και δράση με ξεπερασμένες ιδεολογίες και ιδεοληψίες. Μια ιδεοληψία παρούσα και στην χώρα μας, στην οποία συναντώνται τα πιο συντηρητικά και οπισθοδρομικά τμήματα της κοινωνίας, ανεξάρτητα από χρώματα και κομματικές σημαίες. Μία σύγκλιση των άκρων, με στόχο την καθήλωση και την καταπίεση. Και με όπλα μύθους αλλά και ανομολόγητα συμφέροντα. Μόνο που στην Ουκρανία η αλήθεια αποδείχθηκε πιο ισχυρή από την προπαγάνδα, κάτι που υποτίμησε και ο ρώσος ηγέτης, όπως δείχνουν οι εξελίξεις. Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι σε αυτήν την κρίση η Ευρώπη στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων, γιατί η κρίση αυτή αφορά εμάς, πρώτα και πάνω απ’ όλα τους Ευρωπαίους. Εμείς, όχι η Αμερική, είμαστε η σκοτεινή ήπειρος του 20ου αιώνα. Γιατί εδώ οι μνήμες των πολέμων δεν είναι απλές αναφορές σε βιβλία Ιστορίας. Είναι μέρος του συλλογικού μας υποσυνείδητου. Η Ευρωπαϊκή Ένωση γεννήθηκε μέσα από τις στάχτες του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου για να μην έχει καμία ευρωπαϊκή χώρα ποτέ ξανά αυτοκρατορικές φιλοδοξίες και για να διασφαλιστεί ως αξίωμα, γεωμετρικό αξίωμα που δεν χρειαζόταν καν απόδειξη, το απαραβίαστο των συνόρων ως θεμέλιος λίθος που θα οδηγήσει τις κοινωνίες μας σε ειρήνη και σε ευημερία.
Γνωρίζετε ήδη τις κυρώσεις που επιβλήθηκαν εναντίον της Ρωσίας, η οποία αποκλείεται από το διεθνές σύστημα συναλλαγών και πληρωμών, ένα μεγάλο μέρος των πολύ σημαντικών αποθεματικών της που βρίσκονται στο εξωτερικό δεσμεύονται, όπως και οι περιουσίες της πολιτικής αλλά και της οικονομικής νομενκλατούρας της χώρας. Απαγορεύεται η πρόσβαση της Ρωσίας σε τεχνολογίες αιχμής αλλά και σε κάθε τύπου ανταλλακτικά. Και όλα αυτά σημαίνουν αυτόματα μεγάλη αύξηση του κόστους δανεισμού, πληθωρισμό, μεγάλο πλήγμα στη βιομηχανική βάση της Ρωσίας. Την ίδια ώρα που η απαγόρευση εξαγωγών θα υπονομεύσει τον ενεργειακό τομέα της χώρας, που είναι και ο βασικός τροφοδότης της οικονομίας της. Όσο για τον εμπορικό αποκλεισμό, αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι σε αυτή την αχανή ρωσική επικράτεια τα 3/4 της πολιτικής αεροπορίας αποτελούνται από αεροσκάφη ευρωπαϊκής ή αμερικανικής προέλευσης, τα οποία αργά ή γρήγορα θα χρειαστούν ανταλλακτικά. Και σε όσους αναρωτιούνται -και εύλογα πιστεύω- αν οι συγκεκριμένες κυρώσεις αρκούν για να κάμψουν την επιθετικότητα της Μόσχας, απαντώ χωρίς περιστροφές: είναι ένα τεράστιο πλήγμα από την πλευρά ενός δημοκρατικού συνασπισμού, ο οποίος απολογείται και ελέγχεται από τους πολίτες τους, προς ένα σύστημα το οποίο δεν δίνει λογαριασμό σε κανέναν. Είναι το μεγαλύτερο πακέτο κυρώσεων το οποίο επιβλήθηκε ποτέ από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σίγουρα δεν έχει την άμεση ισχύ ενός βομβαρδισμού. Μεσοπρόθεσμα, όμως, ενδεχομένως και βραχυπρόθεσμα, κλονίζει καίρια την οικονομική αλλά και γεωπολιτική θέση όποιου το υφίσταται. Κυρίως, όμως, τέτοιες συντονισμένες ενέργειες αφυπνίζουν την παγκόσμια κοινή γνώμη, ενεργοποιώντας την κοινωνία των πολιτών ακόμα και μέσα στην ίδια τη Ρωσία. Γιατί κάθε διεθνής αποκλεισμός γίνεται αργά ή γρήγορα -και θα συμβεί αυτό και στη Ρωσία- εσωτερικός αναστοχασμός. Και αυτή ακριβώς είναι η άυλη δύναμη της δημοκρατίας απέναντι στη βία των αυταρχικών καθεστώτων, μία δύναμη που δεν μπορεί να ακυρώσει καμία απαγόρευση και καμία κρατική προπαγάνδα. Για την Ελλάδα, λοιπόν, δεν υπάρχουν διλήμματα. Και στο ερώτημα για τη στάση που θα έπρεπε να τηρήσουμε απαντούν τα λόγια του Ελευθερίου Βενιζέλου στον γερμανό Πρέσβη όταν του ζήτησε, το 1915, να υπαναχωρήσουμε από την τότε συμμαχία μας με την Σερβία: "Το έθνος μου είναι πολύ μικρό για να διαπράξει μία τόσο μεγάλη ατιμία". Η ρήση αυτή ισχύει στο ακέραιο. Είμαστε με το πλευρό της Ουκρανίας, είμαστε στο πλευρό της ειρήνης, της νομιμότητας και της δημοκρατίας.
Η Ελλάδα συμπαρατάσσεται με όλες τις δυτικές πρωτεύουσες στις κυρώσεις κατά της Ρωσίας. Μάχεται όπως μπορεί, με σπουδαία δουλειά, η οποία γίνεται από τον Υπουργό και από το Υπουργείο Εξωτερικών, για την προστασία της ελληνικής ομογένειας, και ενισχύει την Ουκρανία διπλωματικά, ανθρωπιστικά και ναι, και στρατιωτικά. Το κάνει η Γερμανία, ανατρέποντας μια πολιτική δεκαετιών. Το κάνει η Σουηδία, η ουδέτερη Σουηδία, για πρώτη φορά μετά το 1939. Το κάνει η Πορτογαλία. Η Πορτογαλία που είναι στην άλλη άκρη της Ευρώπης. Και δεν θα το κάνουμε εμείς όταν δικοί μας ομογενείς χάνουν τη ζωή τους από ρωσικές βόμβες; Και κάτι ακόμα, που ελπίζω να το αντιλαμβάνονται όλοι σε αυτή την αίθουσα. Αν δεν δείξουμε έμπρακτη αλληλεγγύη σήμερα σε μία χώρα που δέχεται ένοπλη επίθεση από έναν εχθρό της δημοκρατίας και των ελευθεριών, με ποιο ηθικό ανάστημα θα ζητήσουμε αύριο αν, ο μη γένοιτο, χρειαστεί αλληλεγγύη από τον δυτικό κόσμο; Ταυτόχρονα είμαστε έτοιμοι να υποδεχθούμε, όπως και όλη η Ευρώπη, πρόσφυγες πολέμου. Και με τη σειρά μου καλώ τις δεκάδες Μη Κυβενητικες Οργανώσεις, οι οποίες μέχρι τώρα μετείχαν πρόθυμα στην περίθαλψη των ροών εξ ανατολών, να δραστηριοποιηθούν σήμερα και προς αυτή την κατεύθυνση.
Βρισκόμαστε επίσης σε εγρήγορση για ασύμμετρες υβριδικού τύπου απειλές οι οποίες ήδη εκδηλώνονται στον κυβερνοχώρο. Έχουμε πλέον αρκετή εμπειρία από άλλες χώρες γύρω μας σχετικά με την παραπληροφόρηση η οποία διοχετεύεται έντεχνα στο δημόσιο δημοκρατικό διάλογο. Είμαστε σε εγρήγορση και για κυβερνοεπιθέσεις σε κρίσιμες ψηφιακές υποδομές. Θέλω να είμαι σαφής, τέτοιες ώρες η υπεράσπιση της ελευθερίας και της έκφρασης είναι απόλυτη. Ταυτόχρονα, όμως, είναι και ασύμβατη και ασυμβίβαστη με φωνές που έχουν σκοτεινά κίνητρα και δηλητηριάζουν την ανοιχτή δημόσια συζήτηση. Και μια τελευταία παρατήρηση που θα μπορούσε να είναι και η πρώτη. Η κρίση στην Ουκρανία μας ωθεί να εγκαταλείψουμε παλιές βεβαιότητες. Γιατί η αλήθεια είναι ότι η συλλογική ευφορία που έφερε το τέλος του κομμουνισμού, η πτώση του Τείχους, η πρόσδεση των ανατολικών χωρών στο ευρωπαϊκό κεκτημένο, στο κοινοτικό εγχείρημα, έβαλαν σε δεύτερη μοίρα κάποια νέα γεωπολιτικά στοιχεία τα οποία μόλις αναδύονταν. Και πολλές δεκαετίες εδραιωμένης ειρήνης στις χώρες μας θεώρησαν αφελώς, όπως αποδεικνύεται, τον πόλεμο ως ένα παλιό απομεινάρι μακρινών σκοτεινών καιρών. Όμως τα γεγονότα ανατρέπουν με πάταγο κατεστημένες απόψεις, βάζοντας από την πίσω πόρτα την βία στην Ευρώπη. Και φέρνοντας λαούς και κυβερνήσεις αντιμέτωπες με μία πιο ρεαλιστική, πιο γεωπολιτική αντίληψη των διεθνών σχέσεων, που δεν σταματά στο Κίεβο. Μιλώ για την άμυνα ως υπέρτατο σκοπό. Θέμα που κι εδώ, κυρίες και κύριοι της αξιωματικής αντιπολίτευσης, μας απασχόλησε προ εβδομάδων. Και τώρα αναδεικνύεται πράγματι σε υπέρτατη εθνική αλλά και πανευρωπαϊκή ανάγκη. Γιατί όπως δεν υπάρχει ασφάλεια χωρίς δημοκρατία, έτσι δεν υπάρχει και δημοκρατία χωρίς ασφάλεια.
Κυρίες και κύριοι βουλευτές, η απάντηση δεν μπορεί να είναι άλλη από τη στρατηγική αυτονομία της Ευρώπης, με προστατευμένα σύνορα τα οποία αποτελούν το περίγραμμά της. Η κρίση στον Έβρο, πριν από δύο χρόνια, λειτούργησε ως καταλύτης, καθιερώνοντας τα εθνικά σύνορα ως ευρωπαϊκά όρια μιας κοινότητας αξιών. Για ν’ ακολουθήσουν ανάλογες κρίσεις στην Λιθουανία, την Πολωνία και μία άλλη δοκιμασία να επαναλαμβάνεται σήμερα, πολύ πιο αιματηρά, δυστυχώς, δίπλα και πάλι στα χερσαία σύνορα της Ευρώπης. Η απάντηση πρέπει να είναι ίδια. Δικαιώνονται έτσι, πολύ γρήγορα, όσοι από εμάς μιλούσαμε για την ανάγκη, εδώ και δεκαετίες, για την προώθηση της στρατηγικής διάστασης της Ευρώπης μέσω αμυντικών σχέσεων μεταξύ των χωρών της. Η συμφωνία της Ελλάδος με τη Γαλλία μπορεί να αποτελέσει ένα πρότυπο μιας τέτοιας πορείας. Με κράτη-μέλη τα οποία θα έχουν θωρακισμένη την εθνική κυριαρχία τους, με δεδομένη την αμοιβαία συνδρομή μεταξύ τους, με τη Νοτιοανατολική και την Ανατολική πτέρυγα τώρα του ΝΑΤΟ, ναι, να παίζει ουσιαστικότερο ρόλο στην περιοχή. Όταν κάποιοι χτυπούν τα τύμπανα του πολέμου στην Ευρώπη, κάποιοι θα πρέπει να ξανασκεφτούν αν οι φρεγάτες Belharra και τα Rafale έχουν θέση στις Ένοπλες Δυνάμεις μας. Κάποιοι θα πρέπει να αναλογιστούν τη σημασία που αποκτά το πλέγμα των εθνικών συμμαχιών που η ελληνική διπλωματία έχτισε με ισχυρούς συμμάχους ανά την υφήλιο. Κάποιοι θα πρέπει να ξαναζυγίσουν, στη ζυγαριά της Ιστορίας, την ξεπερασμένη συζήτηση περί βουτύρου και κανονιών με την οποία έμαθαν να σκέφτονται. Ήδη αυτό το στρατηγικό σοκ για την Ευρώπη έχει βαθιές συνέπειες, φέρνοντας τα κράτη-μέλη ακόμα πιο κοντά. Όχι πια μόνο οικονομικά, όπως συνέβαινε εδώ και δεκαετίες, αλλά πια και γεωπολιτικά και αμυντικά. Όμως και σε επίπεδο κοινής συνείδησης οι ευρωπαίοι πολίτες αφυπνίζονται, ο ίδιος ο οργανισμός της Ένωσης αφυπνίζεται, μετεξελίσσεται. Και οι πρόσφατες αποφάσεις έχουν διάσταση πρωτοφανή, έχουν ταχύτητα μοναδική και έχουν ουσία ιστορική, καθώς για πρώτη φορά υπερβαίνουν εθνικές στρατηγικές και υπηρετούν κοινούς στόχους. Είναι οι αποφάσεις μιας Ευρώπης που επιστρέφει δυναμικά στο παγκόσμιο γεωπολιτικό στερέωμα. Και στην κατεύθυνση αυτή κινούνται και όλες οι διπλωματικές πρωτοβουλίες της χώρας μας. Για παράδειγμα, τώρα ναι, είναι ώριμο το αίτημά μας, το οποίο είχαμε διατυπώσει πολύ πριν ξεσπάσει η κρίση στην Ουκρανία, να ενταχθεί στη συζήτηση για το επόμενο Σύμφωνο Σταθερότητας της Ευρώπης η εξαίρεση των αμυντικών δαπανών από τους προϋπολογισμούς των χωρών που είναι αναγκασμένες να τις κάνουν. Γιατί η επένδυση στην Άμυνα αποτελεί τελικά επένδυση στην ασφάλεια και, ναι, αποτελεί επένδυση στην ευημερία. Και το ίδιο ισχύει φυσικά και για την ευρωπαϊκή προοπτική των Δυτικών Βαλκανίων.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο δρόμος τον οποίο επιλέγει να ακολουθήσει ο δυτικός κόσμος είναι δύσκολος, είναι, ωστόσο, ο μόνος τον οποίο πρέπει να βαδίσουμε ώστε το ρολόι του χρόνου να μην επιστρέψει από τον 21ο στον 19ο αιώνα. Γιατί τα προβλήματα που πιθανόν θα προκύψουν από αυτή τη στρατηγική την οποία έχουμε χαράξει θα έχουν ημερομηνία λήξης. Ενώ, διαφορετικά, η υποχώρηση θα είναι μακρά, συνολική, απρόβλεπτη και ενδεχομένως οριστική. Το χάος δεν έχει κανόνες και για αυτό δεν μπορεί ποτέ να γίνει ουσιαστικός συνομιλητής της σταθερότητας. Και θέλω να είμαι ειλικρινής με τους έλληνες πολίτες και με την Εθνική Αντιπροσωπεία σχετικά με την ενεργειακή διάσταση της κρίσης. Δεν μπορούν να αποκλειστούν απόπειρες εκβιασμού από μέρους της Ρωσίας. Θα συναντήσουν προφανώς την ομόθυμη απόκρουση όλων των εταίρων. Όμως αντιλαμβανόμαστε ότι παρόμοιες τακτικές θα διαταράξουν τη διεθνή αγορά, προκαλώντας ενδεχομένως και νέες ανατιμήσεις. Συμφωνήσαμε, όμως, ότι αυτό είναι το πρόσκαιρο τίμημα που θα πληρώσουν οι ευρωπαϊκοί λαοί για την υπεράσπιση των αξιών που αποτελούν τα θεμέλια της ηπείρου μας. Δεν θα κρύψουμε το πρόβλημα. Έχουμε τη δυνατότητα, όμως, και σε εθνικό και σε ευρωπαϊκό επίπεδο να το διαχειριστούμε. Σε εθνικό επίπεδο, η κυβέρνηση κινείται ήδη οργανωμένα όσον αφορά στο κόστος στήριξης των νοικοκυριών. Από τον περασμένο Σεπτέμβριο ξεπερνά τα 2 δισεκατομμύρια ευρώ η στήριξη την οποία έχει δώσει η κυβέρνηση σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Πρόκειται για επιδοτήσεις οι οποίες συγκράτησαν τις τεράστιες ανατιμήσεις, αν σκεφτούμε ότι τον Ιανουάριο η Ελλάδα ήταν μέσα στις επτά φθηνότερες χώρες σε λιανικές τιμές, τονίζω, λιανικές τιμές ηλεκτρικής ενέργειας, 30% χαμηλότερες από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Κάτι που σημαίνει, ναι, βεβαίως, το εισόδημα των νοικοκυριών επιβαρύνθηκε αλλά ταυτόχρονα προστατεύτηκε κιόλας. Και αυτή η πολιτική θα συνεχιστεί, ιδίως προς τους πιο ευάλωτους, μέχρι που να περάσει αυτή η ενεργειακή κρίση. Προφανώς μέριμνα υπάρχει και για τη διατήρηση ικανών αποθεμάτων στον τομέα της ενέργειας. Μόλις προχθές η Ρεβυθούσα ανεφοδιάστηκε με νέο φορτίο υγροποιημένου αερίου, οι εταιρείες αερίου έχουν ήδη κινηθεί για την εξασφάλιση επαρκών ποσοτήτων LNG και στο χειρότερο σενάριο, απευκταίο σενάριο, που διακοπεί πλήρως η τροφοδοσία με φυσικό αέριο από τη Ρωσία, την ίδια ώρα ο αγωγός ΤΑΡ στη βόρεια Ελλάδα είναι ικανός να δεχθεί περισσότερα φορτία. Σε απόλυτη εφεδρεία βρίσκονται υδροηλεκτρικά και λιγνιτικά εργοστάσια, αλλά και μονάδες φυσικού αερίου στην επικράτεια που μπορούν ανά πάσα στιγμή να μετατρέψουν το καύσιμό τους από φυσικό αέριο σε πετρέλαιο.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, θα ξαναπώ πάντως ότι σε ένα πρόβλημα πανευρωπαϊκό απαιτείται πανευρωπαϊκή λύση. Το κλειδί μεσο-μακροπρόθεσμα είναι πολιτικές όπως η κοινή προμήθεια, η κοινή αποθήκευση, η κοινή χρηματοδότηση ενεργειακής πολιτικής στην Ευρώπη. Και πιστεύω ότι είναι πολύ σημαντικό ότι, μετά από ελληνική πρωτοβουλία, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα επεξεργαστεί ένα ειδικό σχέδιο για τη στήριξη επιχειρήσεων και νοικοκυριών μέσω ενός κοινού ταμείου με βάση την εμπειρία της πανδημίας, για να μπορέσουμε να εξακολουθούμε να στηρίζουμε νοικοκυριά και επιχειρήσεις χωρίς να επιβαρύνουμε ασύμμετρα τους εθνικούς προϋπολογισμούς. Έχει υποχρέωση η Ευρώπη αυτή τη στιγμή να συγκεντρώσει τη δύναμη πυρός της και να στηρίξει τα κράτη-μέλη, έτσι ώστε να μην υποστούν οι πολίτες και οι επιχειρήσεις εξαιρετικά επώδυνες επιπτώσεις από μία ενδεχόμενη περαιτέρω αύξηση των τιμών του φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας. Σε βάθος χρόνου, ωστόσο, η μόνη απάντηση στην ενεργειακή ασφάλεια τόσο της χώρας όσο και της Ευρώπης είναι η γρήγορη απεξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο, αλλά και από τους υδρογονάνθρακες γενικότερα. Τόσο για την προστασία του περιβάλλοντος και την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής αλλά -τώρα πια είναι εμφανές- όσο και για γεωπολιτικούς λόγους πια. Στόχος της κυβέρνησης είναι να καταστούμε ενεργειακά αυτόνομη και ανταγωνιστική χώρα, αξιοποιώντας πρώτα και πάνω από όλα το πλούσιο αιολικό και ηλιακό δυναμικό της χώρας μας, αλλά ταυτόχρονα να μετατραπούμε και σε κόμβο διασύνδεσης ενέργειας και μεταφοράς πράσινης ενέργειας σε όλη τη νοτιοανατολική Μεσόγειο. Την ίδια ώρα, υλοποιούμε ως κυβέρνηση το μεγαλύτερο πρόγραμμα αναβάθμισης κτηρίων που έχει δρομολογηθεί ποτέ στη χώρα. Προχωράμε σε καινούργιες δράσεις εξοικονόμησης ενέργειας, όπως το πρόγραμμα το οποίο θα υλοποιηθεί άμεσα σχετικά με την αντικατάσταση ενεργοβόρων ηλεκτρικών συσκευών, κλιματιστικών και ψυγείων, ενώ ταυτόχρονα κατασκευάζουμε σημαντικές υποδομές φυσικού αερίου που θα έχει σημαντικό ρόλο ως καύσιμο-γέφυρα. Και, βέβαια, ενισχύουμε τη διαφοροποίηση των πηγών μας. Τον Ιανουάριο, να σας αναφέρω ενδεικτικά, η χώρα μας κάλυψε το 47% της εγχώριας ζήτησης με LNG από τη Ρεβυθούσα, 20% μέσω του αγωγού TAP. Το ρωσικό αέριο, που διαχρονικά αποτελούσε το μεγαλύτερο ποσοστό στο μείγμα του φυσικού αερίου που εισάγει η χώρα, υποχώρησε για πρώτη φορά στο 33%, και η χώρα προτίθεται να προχωρήσει, με ιδιωτικά κεφάλαια, στην κατασκευή και δεύτερου σταθμού υποδοχής υγροποιημένου φυσικού αερίου, το FSRU στην Αλεξανδρούπολη. Πρόκειται, όπως βλέπετε, για ένα σύνθετο ενεργειακό σχέδιο που κινείται με γνώμονα το οικονομικό και περιβαλλοντικό συμφέρον της χώρας, ταυτόχρονα όμως με βάση και τον ρόλο που μπορεί η πατρίδα μας να έχει στο νέο χάρτη των ενεργειακών συσχετισμών που διαμορφώνονται στον κόσμο. Και καθώς οι συσχετισμοί αυτοί αποκτούν έντονο γεωπολιτικό χαρακτήρα, το συγκεκριμένο πρόγραμμα αποκτά και αυτό με τη σειρά του στρατηγική σημασία. Με άλλα λόγια, είναι και εθνικό και διαχρονικό και θα ήλπιζα και υπερκομματικό.
Κυρίες και κύριοι βουλευτές, ολοκληρώνω με λίγα καθαρά λόγια. Ζήτησα από τον Πρόεδρο της Βουλής να συγκαλέσει την σημερινή συνεδρίαση για να ενημερώσω το Σώμα σχετικά με τις ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες αλλά και την εθνική γραμμή σχετικά με αυτή την πρωτοφανή σύρραξη. Κυρίως, όμως, για να δώσω το έναυσμα ώστε η πατρίδα μας, η Ελλάδα, να εκπέμψει ένα ενωτικό μήνυμα κοινής στάσης. Διότι στην Ουκρανία αμφισβητείται τελικά η ελευθερία των λαών και το δημοκρατικό κεκτημένο. Και η κοιτίδα της δημοκρατίας, η Ελλάδα, πρέπει να δώσει τη δική της απάντηση. Καθαρή, βροντερή και προς όλους. Αυτή η απάντηση είναι το δικό μας χέρι συμπαράστασης προς την Ουκρανία, μια χώρα με την οποία μας συνδέουν πανάρχαιοι δεσμοί, όπου ζουν αδέρφια μας εδώ και 2.000 χρόνια, αλλά και προς έναν τόπο στον οποίο -να μην το ξεχνούμε- ιδρύθηκε η Φιλική Εταιρεία και άναψαν οι πρώτες σπίθες του αγώνα για την εθνική ανεξαρτησία. Ταυτόχρονα, είναι όμως και η δική μας ρητή προειδοποίηση ότι δεν θα επιτρέψουμε σε κανέναν μιμητή του αναθεωρητισμού να δράσει στην περιοχή μας. Τελεία και παύλα. Όσο για τη Ρωσία, αυτή τη μεγάλη χώρα, με τον μεγάλο πολιτισμό, νομίζω ότι δεν έχει άλλο δρόμο από το να τον τιμήσει. Να σταματήσει αμέσως τον πόλεμο, να αναγνωρίσει στους άλλους τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται στην ίδια. Και επανερχόμενη στην ειρηνική συνύπαρξη και στη διεθνή νομιμότητα, να πάρει και αυτή τη θέση της σε ένα κόσμο που βλέπει μπροστά, σε μία Ευρώπη που η γεωγραφία μας θέλει τελικά μαζί με τη Ρωσία. Η δημοκρατία μας χρειάζεται όλους, η οικονομία μας καλεί να είναι το μόνο πεδίο τελικά στο οποίο θα ανταγωνιζόμαστε. Κλείνω επαναλαμβάνοντας ότι αυτή η μεγάλη περιπέτεια, που τώρα ναρκοθετεί τα θεμέλια του ελεύθερου τρόπου ζωής στην Ευρώπη και στον κόσμο, μπορεί να γίνει ευκαιρία ώστε η σύγχρονη δημοκρατία να υπερβεί δυναμικά τις αδυναμίες της. Είναι σίγουρα μία μεγάλη ευκαιρία για την Ευρωπαϊκή Ένωση να κάνει ένα μεγάλο άλμα μπροστά και να ευθυγραμμίσει επιτέλους την οικονομική της ισχύ με τις γεωπολιτικές της φιλοδοξίες. Είναι, ταυτόχρονα, μία ευκαιρία για τη δημοκρατία μας να ανανεώσει το περιεχόμενο των αξιών της. Να οργανώσει την αυτοπροστασία της από το νέο σκοταδισμό. Αυτόν, άλλωστε, το δρόμο προτείνει κάποιος ήδη από το 2015, επιτρέψτε μου να τον αντιγράψω και διαβάζω: "Αν ξεπεράσουμε τον εφησυχασμό, τότε μπορούμε να αλλάξουμε την πορεία μας και να οικοδομήσουμε ένα σύστημα βασισμένο σε αξίες, ανθεκτικό ώστε να αντισταθεί στον αυταρχικό ιό, αρκετά έξυπνο για να σταματήσει την εξάπλωσή του και αρκετά επιθετικό για τον εξαφανίσει". Είναι τα λόγια ενός ανθρώπου με κατ’ εξοχήν στρατηγική αντίληψη. Είναι, μάλιστα, διατυπωμένα στη ρωσική γλώσσα, ανήκουν στον διάσημο σκακιστή Γκάρι Κασπάροβ και αποτελούν τον επίλογο του προφητικού του βιβλίου Έρχεται χειμώνας. Αυτός ο επίλογος ας γίνει ο πρόλογος της δικιάς μας αποφασιστικής δράσης. Αυτό μας ζητά το εθνικό συμφέρον, το μέλλον της Ευρώπης, η δημοκρατία και ο πολιτισμός, η ίδια η Ιστορία, που πρέπει να αποδείξουμε ότι δεν γράφεται τελικά μόνο από πρόσωπα, αλλά κυρίως από τους λαούς. Και εύχομαι η Εθνική Αντιπροσωπεία να αντιμετωπίσει αυτή την πρωτοφανή κρίση με τη σοβαρότητα που η κρισιμότητα των περιστάσεων επιβάλλει."