Ακολουθούν σημεία συνέντευξης του Υφυπουργού παρά τω Πρωθυπουργώ και Κυβερνητικού Εκπροσώπου, Γιάννη Οικονόμου, στον «Real Fm» και τον δημοσιογράφο Νίκο Χατζηνικολάου:
Κάθε άλλο παρά παρατηρητές είμαστε, του φαινομένου αυτού, που αποτελεί παγκόσμιο πρόβλημα. Το ζήτημα, όμως, που αφορά τους πολίτες που το βιώνουν δεν είναι ποια είναι η πηγή του προβλήματος, αλλά τι μπορούμε να κάνουμε για να μειώσουμε τις συνέπειές του. Από το Σεπτέμβριο κιόλας, από τη Δ.Ε.Θ., ο ίδιος ο Πρωθυπουργός είχε επισημάνει το μεγάλο πρόβλημα που ξεκινούσε εξαιτίας της ενεργειακής κρίσης. Μέχρι τώρα, η Κυβέρνηση, κυρίως σε ό,τι αφορά το ενεργειακό, δηλαδή για την αντιμετώπιση των πολύ μεγάλων ανατιμήσεων στο ηλεκτρικό ρεύμα, έχει διαθέσει πάνω από 1,7 δισ. ευρώ. Μόλις τον Ιανουάριο δώσαμε περίπου 420 εκατ. για νοικοκυριά και -για πρώτη φορά- και επιχειρήσεις. Το ίδιο ποσό θα διαθέσουμε και τον Φεβρουάριο. Όχι για να μηδενίσουμε τις αυξήσεις, γιατί αυτό που αντιμετωπίζουμε είναι πρωτόγνωρο και πάρα πολύ μεγάλο. Αλλά για να μειώνουμε το αποτύπωμά τους στα όρια των δυνατοτήτων μας. Αυτό σημαίνει ότι στα νοικοκυριά που καταναλώνουν μέχρι 300 κιλοβατώρες -που σύμφωνα με τα στοιχεία της Δ.Ε.Η. και των συνεργατών της, αφορά το 75-80% των καταναλώσεων- η επιδότηση του Κράτους θα οδηγήσει στην κάλυψη του 70-80% των αυξήσεων. Δηλαδή, 70-80% του ποσοστού της αύξησης, θα καλυφθεί από την κρατική επιδότηση.
Έχει πολύ μεγάλη σημασία να λέμε στον κόσμο την αλήθεια. Στις επιχειρήσεις, από τον Ιανουάριο ξεκίνησε η κάλυψη του 50% των αυξήσεων και θα συνεχιστεί και το επόμενο διάστημα. Αντίστοιχη ενίσχυση γίνεται από την Κυβέρνηση και από τη ΔΕΠΑ και για το φυσικό αέριο. Μιλάμε αθροιστικά για μια πάρα πολύ μεγάλη παρέμβαση. Λίγες χώρες στην Ευρώπη έχουν κάνει αυτή την παρέμβαση, η οποία στόχο έχει να μειώσει όσο μπορεί το αποτύπωμα των αυξήσεων στην τσέπη των καταναλωτών, αλλά και στις επιχειρήσεις. Αυτό, επίσης, έχει όφελος για τους καταναλωτές με την έννοια του να μην μετακυλίεται όλο το κόστος στο παραγόμενο προϊόν, που πάλι το επιβαρύνεται ο καταναλωτής. Οι τιμές στα καύσιμα είναι, επίσης, ένα πάρα πολύ μεγάλο πρόβλημα, χωρίς αμφιβολία, που αγγίζει οριζόντια όλη την κοινωνία. Εδώ υπάρχουν δύο παράμετροι.
Πρώτον, οι φόροι είναι ένας βασικός πυλώνας ενίσχυσης του κρατικού Προϋπολογισμού και των εσόδων. Και η σωστή εκτέλεση του Προϋπολογισμού, κυρίως όταν ξεκινά κανείς τον Ιανουάριο και το Φεβρουάριο είναι μια πάρα πολύ σοβαρή υπόθεση, διότι θα κινδυνέψεις να κληθείς προς το τέλος να βρεις από αλλού τα χρήματα αυτά ή να πας σε μια διαδικασία που η δική μας Κυβέρνηση ποτέ δεν θέλει να το κάνει: Να επιβαρύνει φορολογικά το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας. Εμείς έχουμε μια πολιτική ανάπτυξης και μείωσης των φόρων. Όταν, λοιπόν, μειώσεις τον ειδικό φόρο κατανάλωσης στα καύσιμα, που είναι ένα έσοδο του κρατικού Προϋπολογισμού της τάξεως του 1,2 δισ. ευρώ, πρέπει να ζυγίσεις πολύ προσεκτικά αν το όφελος που προσδοκάς θα διαχέεται σε όλη την κοινωνία και, κυρίως, σε αυτούς που το έχουν ανάγκη.
Και, δεύτερον, πώς τον επαναφέρεις μετά; Πώς καλύπτεις το κενό στα έσοδα που θα δημιουργηθεί στο μεσοδιάστημα; Είναι εύκολο, λοιπόν, κανείς να μιλά με θεωρήσεις και με διαπιστώσεις. Οφείλεις, όμως, υπεύθυνα, αναγνωρίζοντας το πρόβλημα, να ξέρεις ποιες παρεμβάσεις μπορείς να κάνεις, έτσι ώστε να μη θέσεις σε κίνδυνο τη σταθεροποίηση της οικονομίας και τη γενική της κατεύθυνση. Εκεί, λοιπόν, είναι ένα ζήτημα που, όντως, το παρακολουθούμε. Αν χρειαστεί να κάνουμε στοχευμένες και ειδικές παρεμβάσεις, θα εξετάσει η Κυβέρνηση τα πλαίσια αντοχών του Προϋπολογισμού.
Η Κυβέρνηση συνολικά έχει επιλογή την ενίσχυση του εισοδήματος. Είναι όμως αλήθεια ότι η ενίσχυση αυτή έχει υπερκαλυφθεί από ανατιμήσεις. Δεν υπάρχει όμως αμφιβολία ότι αυτή η πολιτική μας επέτρεψε με άμεσους ή με έμμεσους τρόπους να δώσουμε παραπάνω διαθέσιμο εισόδημα στα νοικοκυριά. Και αυτό έγινε με τον μειωμένο φόρο που πληρώνουν -έχουμε και νέα μείωση του ΕΝΦΙΑ- με τις μειωμένες ασφαλιστικές εισφορές, με τη δεύτερη αύξηση του κατώτατου μισθού που έρχεται τους επόμενους μήνες, όταν ολοκληρωθεί η διαδικασία αυτή που ξεκίνησε πριν από 15-20 μέρες. Παράλληλα, η δυναμική της οικονομίας επιτρέπει να δημιουργούνται θέσεις εργασίας και ο κόσμος, εκατοντάδες χιλιάδες, από εκεί που δεν είχε εισόδημα και μισθό, να έχει κανονικά εργασία και αμοιβή.
Σε ό,τι αφορά την αγορά, η αγωνία μας είναι να μην αποκτήσουν οι αυξήσεις αυτές μόνιμο χαρακτήρα και να εξακολουθούν να υπάρχουν επιλογές στον καταναλωτή σε ένα επίπεδο διακύμανσης τιμών. Να μπορεί να βρίσκει, δηλαδή, προϊόντα και σε χαμηλότερες τιμές. Τα διάφορα εργαλεία που έχουμε φτιάξει -και το Παρατηρητήριο Τιμών Καταναλωτή, αλλά και οι έλεγχοι από τις αρμόδιες υπηρεσίες- δουλεύουν για να λειτουργήσει η αγορά κανονικά και να έχει ο καταναλωτής επιλογές. Και εδώ είμαστε να δούμε και άλλες παρεμβάσεις που ενδεχομένως πρέπει να κάνουμε το επόμενο διάστημα.
Όποιο μέτρο είμαστε έτοιμοι να ανακοινώσουμε για το οποίο θα είμαστε σίγουροι ότι θα έχει την απόδοση, για την οποία θα το σχεδιάσουμε, η Κυβέρνηση θα το ανακοινώσει στο σωστό χρόνο και με τον σωστό τρόπο. Πρέπει να δει κανείς αν όντως αυτό που θα αποκλιμακωθεί φορολογικά -αν αποκλιμακωθεί κάτι- θα δώσει τη δυνατότητα και σε αυτόν που το διαθέτει στον καταναλωτή, να περάσει το όφελος στον καταναλωτή. Είναι πολύ βασικό. Πρέπει να ζυγίσει και να δει για πόσο καιρό θα ισχύει αυτό το μέτρο, γιατί συνδέεται, έτσι κι αλλιώς, με τα έσοδα του κρατικού Προϋπολογισμού.
Είμαστε σε μια πάρα πολύ δύσκολη συγκυρία. Δοκιμάζονται οι αντοχές της οικογένειας, των επιχειρήσεων, της μικρομεσαίας επιχείρησης, όλων, στην οικιακή οικονομία. Η Κυβέρνηση έκανε και θα εξακολουθεί να κάνει πράγματα, για να περάσουμε με τη μεγαλύτερη δυνατή ασφάλεια και από αυτή την κρίση. Ταυτόχρονα, όμως, στην εξίσωση πρέπει να μπει και η παράμετρος να μη διακινδυνεύσουμε τη σταθερότητα της οικονομίας σε ένα ευρύτερο περιβάλλον -όχι μόνο στη χώρα, αλλά και στον κόσμο ολόκληρο- που αλλάζει, γίνεται πιο δυσμενές. Και να μην βάλουμε σε κίνδυνο και την αναπτυξιακή τροχιά της χώρας, που μας δίνει τη δυνατότητα να προσελκύουμε επιχειρήσεις και κεφάλαια.