Την Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου, συνεχίστηκε η δίκη για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι με καταθέσεις συγγενών των θυμάτων και επιζώντων του τραγικού συμβάντος. Ειδικότερα, η μάρτυρας Ευανθία Σιδέρη ανέφερε πως:
"Ήταν ένα πράγμα ασύλληπτο. Είχε κοπεί το ρεύμα. Η κόρη μου μύρισε τον καπνό και άρχιζε να φωνάζει "Θα καούμε, θα πεθάνουμε!" Βγαίνουμε έξω. Αυτοκίνητα παντού και παγωμένοι άνθρωποι. Έτρεχε μπροστά η κόρη μου η Περσεφόνη, πίσω εγώ και η μητέρα μου και πιο πίσω ο άντρας μου. Κάποια στιγμή τον χάσαμε. Μπήκαμε στο μονοπάτι. Η μαμά μου εκείνη την ώρα μου λέει "δε θα τα καταφέρω, άφησε με". Της λέω πάμε. Φτάνουμε στα σκαλοπατάκια και ξαφνικά η κόρη μου φωνάζει "μαμά καίγεσαι!". Πετάω ρούχα και πέφτω στη θάλασσα, βλέπω δευτερόλεπτα πριν την κόρη μου να αρπάζει τη μάνα μου και να την τραβάει στη θάλασσα. Τις έχασα. Έπεσε μαύρο πέπλο παντού. Βρήκα μια ξέρα και κάθισα. Ούρλιαζα για ώρες. Και που σώθηκα είναι σαν να έχω πεθάνει.
Καμένα μωρά, καμένες μανάδες. Καίγανε τα πάντα. Ήταν ένα πράγμα ασύλληπτο. Ήμασταν μόνοι μας τελείως. Μετά από ώρες ήρθε ένα μεγάλο καΐκι. Να γίνεται χαμός. "Τους καμένους πρώτα!" να φωνάζουν. Ήρθε ο άντρας μου κατάμαυρος, μου λέει "αγάπη μου" και λιποθύμησε. Παίρνω την κόρη μου τηλέφωνο, μου λέει δε βρίσκω τη γιαγιά. Άρχισα να ψάχνω σε ξέρες, μέσα στη θάλασσα. Τα είδα όλα. Πτώματα σε κατάσταση Πομπηίας. Τη χάσαμε τη μητέρα μου και ο άντρας μου μερικούς μήνες μετά πέθανε στο νοσοκομείο. Δικαίωση για τη μνήμη της μητέρας μου, του αντρούλη μου, της Χρύσας Σπηλιωτη που ήταν φίλη μου, για όλους όσους χάθηκαν άδικα".
Στη συνέχεια κατάθεσε και η Μαγδαληνή Τσέκου, η οποία έχασε τον πατέρα της στην πυρκαγιά: "Φεύγω με το αμάξι και τη μητέρα μου. Ο δρόμος είναι γεμάτος φωτιά. Ένας άνθρωπος πηδάει στο καπό του αυτοκινήτου. Τον έβαλα μέσα. Μπροστά μας φωτιά. "Μου λέει πέρνα θα καούμε", του λέω "με το αμάξι δε θα πάρουμε φωτιά". Πήδηξε κι έφυγε με κατεύθυνση στη θάλασσα. Δεν ξέρω τι απέγινε. Εγώ έκανα αναστροφή, βγήκα στο αντίθετο ρεύμα της Μαραθώνος και αρχίζω να καλώ τον πατέρα μου. Δεν το σηκώνει. Κόσμος φώναζε. "Η φωτιά θα σας κάψει, τρέξτε μη μένετε εδώ!" Σε όλη τη διαδρομή δεν έχω δει κανέναν υπεύθυνο. Καμία σειρήνα, καμπάνα, κάτι! Μόνο άνθρωποι φώναζαν. Στη διασταύρωση με τη Ραφήνα, παίρνω ξανά τον πατέρα μου. Δεν το σηκώνει. Φτάσαμε στο λιμάνι και ρωτούσαμε για τον πατέρα μας. Κανείς δεν τον έχει δει. Γύρω στις 22.00 πηγαίνουμε προς τον Ευαγγελισμό. Τον βλέπουμε να πηγαίνει στην εντατική. Είχε 85% εξωτερικά εγκαύματα και 35% εσωτερικά, ήταν από τις χειρότερες περιπτώσεις. Τον διασωλήνωσαν. Μας είπαν να περιμένουμε. Ο πατέρας μου έφυγε στις 27 Ιουλίου. Από εκείνο το απόγευμα που φύγαμε από το σπίτι, δεν κατάφερα να του ξαναμιλήσω ποτέ. Ο πατέρας μου προσπάθησε να βοηθήσει μια οικογένεια που είχαν ένα ανάπηρο άνθρωπο. Εγκλωβίστηκαν μέσα στο αμάξι. Ο πατέρας μου σύρθηκε στο έδαφος. Αυτό συνέβη στις 19:30 και μέχρι τις 21:00 κείτονταν κάτω. Τα ξέρω αυτά γιατί η γειτόνισσα κατάφερε να επιβιώσει και έδωσε συνέντευξη και τα έμαθα. Ο ανάπηρος σύζυγος της απανθρακώθηκε μαζί με την τετραμελή οικογένειά της. Αργότερα πέθανε και εκείνη από επιπλοκές".
Επιπλέον, κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης, ο συνήγορος υπεράσπισης τους ενός κατηγορούμενου, Θρασύβουλος Κονταξής, δήλωσε πως:
"Κονταξής: Κλονίζεται η αμεροληψία σας έναντι των κατηγορουμένων. Δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας. Το δικαστήριο δεν ήταν ψύχραιμο και απαθές. Θα ενημερώσω την πρόεδρο του Αρείου Πάγου και τα αρμόδια όργανα. Ζήτω να δηλώσετε αυτοεξαίρεση. Έχετε εγγράψει υποθήκη για αγωγή κακοδικίας. Δεν είμαστε στα λαϊκά δικαστήρια της Τεχερανης. Να δηλώσει το δικαστήριο αποχή και αυτοεξαίρεση.
Πρόεδρος: Δεν καταλαβαίνω γιατί γίνεται όλο αυτό. Αυτό έγινε εχθές. Σήμερα δεν έγινε κάτι.
Κονταξής: Και τι με αυτό; Δεν καταλαβαίνω γιατί έγινε όλο αυτό χθες.
Πρόεδρος: Δόθηκε η αίσθηση ότι μεροληπτεί το δικαστήριο;
Κονταξής: Ο ορισμός της αίσθησης αυτής.
Πρόεδρος: Δεν τίθεται για κανένα μέλος της σύνθεσης ζήτημα αποχής ή αυτοεξαίρεσης. Ο καθένας από εμάς μπορεί να ασκήσει αμερόληπτα τα καθήκοντα του".
Η δίκη συνεχίζεται.