Την Τρίτη 29 Νοεμβρίου, συνεχίστηκε στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο της Αθήνας η δίκη για την πυρκαγιά στο Μάτι, με τις καταθέσεις συγγενών των θυμάτων. Αρχικά, κατέθεσε η Παρασκευή Τσάμπρου, η οποία βρήκε απανθρακωμένο τον πατέρα της μέσα στο αυτοκίνητό του, λέγοντας πως: "Τους άφησαν στο έλεος, δεν έκαναν απολύτως τίποτα. Όταν έφτασα στο αυτοκίνητο και αφού έσκυψα και κοίταξα δεν είδα τίποτα και πήγα να φύγω. Και κάποιος τότε μου φώναξε, δεν ξέρω ποιος, κοίταξε καλύτερα. Είδα τον πατέρα μου πεσμένο στη θέση του συνοδηγού με τα χέρια του να κρατάει το κεφάλι. Μου είπαν ότι δεν μπορώ να είμαι σίγουρη ότι είναι ο μπαμπάς μου αυτός. Τους ζήτησα να ανοίξουν το πορπ μπαγκάζ, γιατί ήξερα ότι είχε βάλει το σκύλο μέσα για να μη φοβηθεί,
Δεν το κάνανε. Το έκανα εγώ. Πήρα το κινητό μου και έριξα φως στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου και είδα τον σκύλο μέσα. Τους είπα ότι σε αυτό το αμάξι βρίσκεται πλήρως απανθρακωμένος ο πατέρας μου. Το αυτοκίνητο είχε λιώσει αλλά η πινακίδα μπορούσε να αναγνωριστεί. Έφυγα, δεν μπορούσα να κάνω κάτι άλλο. Τον πατέρα μου πήγαν να τον παραλάβουν στις 7 το πρωί, την άλλη ημέρα. Κανείς δε μας ενημέρωσε για τα επόμενα στάδια. Μόνη μου έψαξα για να βρω τηλέφωνα και τις υπηρεσίες που θα έπρεπε να πάω. Μου είπαν αρχικά για Γουδί και μετά μου είπαν κακώς σας είπαν να πάτε στο Γουδί έπρεπε να πάτε στο Σχιστό. Μετά μας έστειλαν πάλι στο Γουδί, όλη την ημέρα αυτή η ιστορία, πέρα δώθε.
Αρχίσαμε να ψάχνουμε. Πήγαμε στο κέντρο Υγείας Ραφήνας στις 2: 30 το βράδυ. Μας είπαν ότι το είχαν εκκενώσει. Μας προέτρεψαν να πάμε στο Λιμάνι της Ραφήνας που βγάζανε ανθρώπους με βάρκες. Δε βρίσκαμε τίποτα. Στο λιμεναρχείο μας είπαν να δηλώσουμε τον πατέρα μου αγνοούμενο. Αφήσαμε τα στοιχεία του πατέρα μου και τα τηλεφωνά μας σε κάποια άτομα που ήταν από το Ερυθρό Σταυρό, στο Λιμάνι. Μπήκαμε στο σπίτι και ενώ ψάχναμε, συνειδητοποιήσαμε ότι το σπίτι καίγονταν. Φωνάξαμε ένα Πυροσβεστικό αλλά χωρίς ανταπόκριση. Ο εθελοντής και ένας ακόμη μπήκαν στο σπίτι μας με κίνδυνο της ζωής τους, δεν είχαν τίποτα για προστασία. Κατάφεραν να περιορίσουν τη φωτιά και διαπίστωσαν ότι ο πατέρας μου δεν ήταν μέσα. Δεν υπήρχε κανείς να ενημερώσει τους κατοίκους ότι έπρεπε να φύγουν, να εκκενώσουν. Απλά τους άφησαν έτσι στο έλος. Ο παππούς μου, η μητέρα μου και ο αδελφός μου σώθηκαν από θαύμα. Η ειρωνεία είναι ότι όταν έγινε η άσκηση υπήρχαν τα ίδια δεδομένα όπως εκείνη την ημέρα της πυρκαγιάς, ίδιοι άνεμοι, οι ίδιες συνθήκες. Αλλά εκεί λειτούργησαν όλα άψογα, γιατί κατάφεραν να συντονιστούν όλοι, εναέρια μέσα ΕΚΑΒ, Αστυνομία, Drones. Αλλά 2,5 μήνες μετά δε λειτουργούσε τίποτα. Ίδια περιοχή, ίδιες συνθήκες. Σε παλαιότερες πυρκαγιές μας είχε κάνει εντύπωση ότι είχε περάσει αεροπλάνο και είχε ρίξει υγρό ειδικό. Σε άλλες πυρκαγιές πέρναγε περιπολικό με μεγάφωνα και έλεγε εκκενώστε. Αυτή τη φορά τίποτα. Από τότε προσπαθούμε να καταλάβουμε τι πήγε λάθος. Όλα πήγαν λάθος, ήταν μόνοι τους και όσοι σώθηκαν, σώθηκαν από θαύμα. Αεροπλάνα είδα την επόμενη ημέρα αφού είχε σβήσει η φωτιά. Ήταν όλες οι δυνάμεις στην Κινέττα".
Ακολούθως στο δικαστήριο κατέθεσε, ο γιος του θύματος Νικόλαος Τσάμπρος, ο οποίος ανέφερε: "Ο πατέρας μου πήρε το σκύλο μαζί τον έβαλε στο αμάξι και γύρω στα 6:50 φύγαμε από το σπίτι. Έφευγαν αρκετοί, απ τη γειτονιά. 100 μέτρα από το σπίτι μας κατάλαβα πως ήταν αδύνατον να περάσω. Ο πατέρας μου ήταν ένα αυτοκίνητο πίσω από εμένα. Έκανα αναστροφή και ένας γείτονάς μου, μου φώναξε να φύγουμε από άλλο δρόμο. Ξαφνικά πέφτανε πύρινες μπάλες, ακούγονταν εκρήξεις, επικρατούσε μια κατάσταση σαν να ήταν σε πόλεμο. Θεωρούσα ωστόσο ότι ο πατέρας μου ακολουθούσε από πίσω. Περιμέναμε μέσα στο αυτοκίνητο τον πατέρα μου, ο οποίος δεν ακολουθούσε. Ξεκίνησα να τον παίρνω τηλέφωνο δεν το έβρισκα. Περιμέναμε χωρίς ανταπόκριση. Μετά από 30 περίπου λεπτά προσπαθήσαμε να πάμε σε ένα φιλικό σπίτι στα Γλύκα Νερά. Ο πατέρας μου πρέπει να απανθρακώθηκε γύρω στις 6. Ψάχναμε με την αδελφή μου σε νοσοκομείο, στο λιμενικό μήπως και τον βρούμε. Βρήκανε το αυτοκίνητό του κάθετα που σημαίνει ότι πήγε να κάνει αναστροφή όμως κάτι έγινε εκεί και δεν μπόρεσε. Ήμασταν μόνοι μας. Δεν υπήρχε κανείς, ούτε πυροσβεστικά, ούτε αεροπλάνα. Το μόνο που είδα ήταν ιδιώτες, που προσπαθούσαν να βοηθήσουν."
Τέλος, η σύζυγος του θύματος, Μαρία Τσάμπρου, είπε στο ακροατήριο: "Ο άντρας μου κάηκε ζωντανός, μαρτύρησε. Εγώ ο πατέρας μου και ο γιος μου ζούμε κατά τύχη, δεν ξέραμε που πηγαίναμε, δε γνωρίζαμε τίποτα. Μέσα στο κέντρο της Αθήνας είναι δυνατόν; Ένα ελικόπτερα να περάσει δεν άκουσα, μια σειρήνα να ηχήσει δεν άκουσα, τόσες οικογένειες να διαλυθούν; Δεν ξέρω τι να πω."
Η δίκη θα συνεχιστεί τη 1η Δεκεμβρίου