Την Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου, συνεχίστηκε η δίκη για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι με τις καταθέσεις μαρτύρων στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο της Αθήνας. Ειδικότερα, ο μάρτυρας Αλέξανδρος Φλώρος ανέφερε πως:
"Κανείς δε μας ειδοποίησε να φύγουμε από τα σπίτια μας. Μπήκαμε στη θάλασσα, κάποια στιγμή χάσαμε τη στεριά, δε βλέπαμε. Κολυμπούσαμε, προσπαθούσαμε να μείνουμε ενωμένοι, ο αέρας δυνάμωνε όσο περνούσε η ώρα. Προσπαθούσαμε να μείνουμε σε κοντινή απόσταση ο ένας από τον άλλο. Έπεφταν σπίθες, κουκουνάρια στο νερό. Κάποια στιγμή δυσκόλεψαν τα πράγματα πάρα πολύ. Ακούγαμε τα αεροπλάνα και νομίζαμε ότι έρχονταν να μας σώσουν, φωνάζαμε βοήθεια. Κάποια στιγμή η γυναίκα μου λέει, αυτό ήταν.
Μετά από πολλές ώρες είδαμε κάτι φώτα. Είχαμε φτάσει κοντά στο λιμάνι της Ραφήνας, ήταν φώτα πλοίου. Ερχόταν ένα ψαροκάικο. Μας έριξε φως με φακό, μετά μια κουλούρα. Η γυναίκα μου είχε πάθει υποθερμία, τα παιδιά είχαν γίνει μπλε. Μας έδωσαν κουβέρτες. Είδα έναν παππού να επιπλέει στη θάλασσα. Ανέσυραν μια γυναίκα, της έκαναν ανάνηψη, δεν τα κατάφερε. Μας έβγαλαν στην ακτή, από το σοκ δε θυμόμασταν να πάρουμε τηλέφωνο κάποιον δικό μας. Δε βλέπαμε καλά, στην ακτή φαίνονταν κάποια ασθενοφόρα. Εκεί είδαμε πλαστικές σακούλες μαύρες που τις έκλειναν. Αν μέναμε μέσα στο σπίτι θα καιγόμασταν ζωντανοί. Ήταν τόσο το θερμικό φορτίο που έλιωσαν τα σίδερα. Καθ’όλη τη διάρκεια της προσπάθειάς μου να σώσω τον εαυτό μου και την οικογένειά μου δεν είδα ούτε έναν εκπρόσωπο των αρχών. Τον μόνο ένστολο που είδα ήταν μια λιμενικός στις 11 τη νύχτα στο λιμάνι της Ραφήνας".
Παράλληλα, κατά τη διάρκεια της κατάθεσης, η υπεράσπιση αντέδρασε, αναφέροντας πως ο μάρτυρας δεν είχε χάσει συγγενείς του στη φωτιά και ότι βρισκόταν στη δίκη μόνο για υλικές ζημιές, με το ακροατήριο να τους φωνάζει ντροπή σας.
Στη συνέχεια, κατέθεσε ο Κωνσταντίνος Χατζησταματίου, ο οποίος νοσηλεύτηκε με εκτεταμένο έγκαυμα στο πρόσωπο για πάνω από ένα μήνα, λέγοντας πως: "Καμία υπηρεσία δε μερίμνησε. Δεν υπήρξε από κανέναν ειδοποίηση, εάν δε βλέπαμε τον καπνό και τη φωτιά δε θα φεύγαμε. Γύρω στις πεντέμιση - έξι παρά είδαμε πυκνούς καπνούς. Στις έξι άρχισαν να πέφτουν μεγάλες καύτρες. Είδα τη φωτιά μέσα στην αυλή μας. Έξι και δέκα πήρα τη γυναίκα μου τη νύφη μου και τον εγγονό μου και φύγαμε. Πουθενά δεν υπήρξε πυροσβεστικό όχημα. Το μόνο όχημα ήρθε γύρω στις 10 και μισή το βράδυ".