Σύμφωνα με δημοσίευμα του Reuters, η Ευρωπαϊκή Ένωση σκοπεύει να αλλάξει τη στάση της στη διαχείριση της πανδημίας του κορονοϊού, έπειτα από δύο χρόνια, σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Όπως αναφέρει το δημοσίευμα, σε ένα νέο έγγραφο που θα παρουσιαστεί τις επόμενες ημέρες, η ΕΕ αναφέρει πως από εδώ και πέρα, η αντιμετώπιση του κορονοϊού θα είναι παρόμοια με την παρακολούθηση της γρίπης, ενώ θα υπάρχει στοχεύμενο testing. Ειδικότερα, το δημοσίευμα του Reuters αναφέρει πως:
"Το έγγραφο της ΕΕ δεν είναι δεσμευτικό και συνοδεύεται από σαφείς προειδοποιήσεις ότι ο κορονοϊός ήρθε για να μείνει. Η πιθανότητα για νέες κλιμακώσεις στα κρούσματα του ιού θα συνεχίσει να υπάρχει, ενώ συνιστάται από τις κυβερνήσεις της ΕΕ να παραμείνουν προσεκτικές και να είναι έτοιμες να επιστρέψουν στα έκτακτα μέτρα εάν χρειαστεί. Ωστόσο, αναγνωρίζεται ότι έχει ξεκινήσει μια νέα φάση και ότι απαιτείται νέα προσέγγιση για την παρακολούθηση της πανδημίας. Αυτό σημαίνει ότι η πολιτική των μαζικών τεστ έχει ήδη εγκαταλειφθεί σε ορισμένα κράτη της ΕΕ, με την Επιτροπή να αναγνωρίζει αυτή τη στροφή, αλλά να προειδοποιεί ότι τα λιγότερα τεστ θα μπορούσαν να καταστήσουν δυσκολότερη την ερμηνεία των επιδημιολογικών δεδομένων.
Γι'αυτό θα πρέπει να σχεδιαστούν νέες στρατηγικές testing, ώστε να διασφαλιστεί η συνέχιση των χρήσιμων επιδημιολογικών ενδείξεων. Θα υπάρξουν ομάδες προτεραιότητας, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που βρίσκονται κοντά σε κρούσματα και αυτών που βρίσκονται σε τακτική επαφή με ευάλωτους πληθυσμούς. Επιπλέον, η επιτήρηση του ιού θα πρέπει να προσαρμοστεί, ώστε να στοχεύει στην εύρεση των νέων παραλλαγών του ιού, ενώ προτείνεται η δημιουργία ενός συστήματος επιτήρησης, παρόμοιου με αυτό που χρησιμοποιείται για την παρακολούθηση της εποχικής γρίπης, στο οποίο περιορισμένος αριθμός επιλεγμένων παροχών υγειονομικής περίθαλψης συλλέγει και μοιράζεται σχετικά δεδομένα.
Τέλος, το έγγραφο αναφέρει πως τα εμβόλια εξακολουθούν να παραμένουν απαραίτητα για την καταπολέμηση του κορονοϊού, ωθώντας τα κράτη να εξετάσουν στρατηγικές για την ενίσχυση του εμβολιασμού σε παιδιά ηλικίας 5 ετών και άνω πριν από την έναρξη της επόμενης σχολικής χρονιάς."